ὑφαντέον
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek (Liddell-Scott)
ὑφαντέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑφάνῃ, ἢ μεταφορ., νὰ συνθέσῃ, νὰ συγγράψῃ, μυθολογητέον αὐτοῖς καὶ ὑφαντέον Θεοδωρήτου Ἑλληνικῶν Θεραπευτικὴ Παθημάτων σ. 122, 23 Caisf.