πρότυπα

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

πρότυπα: τά, προεξέχουσαι εἰκόνες, οἷον λεόντων κεφαλαὶ κατὰ τὰς ἄκρας τῆς συναρμογῆς κεράμων, Λατ. antefixa, Πλίν. 35. 43· πρβλ. πρόστυπος. ― Κατὰ τὸ Λεξ. Ἀρχ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ: «πρότυπον, τύπος κοῖλος ἐκ ξύλου ἢ γῆς ὀπτῆς, δι’ οὗ ἐνειργασμένον ἀνάγλυφον ἀπετυποῦτο εἰς πολλὰ ἀντίτυπα ἐκ πηλοῦ».