ἐλαφικόν
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
τό,= ἐλαφόβοσκον, Ps.-Dsc.3.69.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφικόν: τό, = ἐλαφόβοσκον, Διοσκ. (νόθα) 3. 80.