ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
κρήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ κρεῖον, εἶδος νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.