ἀντίφραγμα

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A counter-fence, bulwark, πρός τι Plu.2.558d.

German (Pape)

[Seite 263] τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφραγμα: τό, φραγμὸς ἐναντίον τινός, πρόχωμα, ταῦτα μὲν ὥςπερ ἀντιφράγματά σοι κείσθω πρὸς τοὺς … κατηγορικοὺς ἐκείνους Πλούτ. 2. 558D.