πρόχωμα
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
-ατος, τό, earth thrown up before a place, dam, IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); v.l. for πρόσχωμα in LXX 2 Ki.20.15, Str.13.1.36.
German (Pape)
[Seite 800] die vor einem Orte aufgeschüttete oder angeschwemmte Erde, Strab., v.l. für πρόσχωμα.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, γῆ συσσεσωρευμένη ἔμπροσθεν τόπου τινὸς ὅπως ἐμποδίσῃ τι, φραγμός, Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c., διάφ. γραφ. ἐν Στράβ. ἀντὶ προσχ-.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προχώννυμι
τεχνητή προεξοχή του εδάφους μπροστά από το χαράκωμα, με μικρό ύψος, κατασκευασμένη από χωμάτινους όγκους
μσν.-αρχ.
χώμα συσσωρευμένο μπροστά από ένα σημείο.