σχοινοβατία

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.