δισπερίοδος
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ὁ,
A twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.