θεόπνοος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον, contr. θεόπνους, ουν,= foreg.,
A θ. γενόμενος Corp.Herm.1.30; θ. ὕδωρ Numen. ap. Porph.Antr.10; πρόσωπον, of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.