Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
adj.
Ar. and P. λάσιος, δασύς, V. δάσκιος, εὖθριξ, δαυλός (Aesch., Frag.).
With shaggy beard: Ar. δασυπώγων.
With shaggy breast: V. δασύστερνος.
Become shaggy, v.: Ar. δασύνεσθαι.