δαυλός
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
(Hdn.Gr.1.156, but δαῦλος Paus.Gr.Fr.117), όν, thick, shaggy, ὑπήνη A.Fr.27; γένεια Nonn.D.6.160: metaph., δαυλοὶ πραπίδων δάσκιοί τε πόροι dark devices, A.Supp..93 (lyr.).
Spanish (DGE)
v. δαλός.
German (Pape)
[Seite 524] (so Arcad. p . 53), gew. δαῦλος accentuirt, dicht bewachsen, = δασὐς, Paus. 10, 4, 7; γένεια Nonn. D. 6, 160; übertr., δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι Aesch. Suppl. 97, von versteckten, heimlichen Anschlägen, vgl. πυκιναὶ φρένες.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
couvert, caché, secret.
Étymologie: DELG rapprochement tentant avec δασύς.
Greek Monolingual
(I)
δαυλός και δαῡλος, -ον (Α)
1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῖσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα»)
2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» — σκοτεινές μηχανορραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE dns-u-lo- (πρβλ. λατ. densus, ελλ. δασύς, αν ληφθεί ως ένσιγμος σχηματισμός) < dns- συνεσταλμένη βαθμίδα της IE dens- «δασύς», με παρέκταση σε -u- + (επίθημα) -lo- (πρβλ. ψιλός). Κατ' άλλους, πρόκειται για σύνθετη λ. από δα- και ύλη (πρβλ. δάσκιος)].
(II)
ο (Μ δαυλός)
1. επίμηκες αναμμένο ή μισοκαμένο ξύλο
2. ξύλο που προορίζεται για κάψιμο
νεοελλ.
1. η νόσος των φυτών δαυλίτης
2. το αίτιο, το έναυσμα («δαυλός της διχόνοιας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δαλός «κομμάτι φλεγόμενου ξύλου»].
Russian (Dvoretsky)
δαυλός:
1 густой, пушистый (ὑπήνη Aesch.);
2 скрытый, тайный (πραπίδων πόροι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαυλός -όν [~ δασύς] duister.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: thick, shaggy (A.).
Other forms: δαῦλος (Paus. Gr.)
Compounds: ἔνδαυλον λοχ<μ>ῶδες, δασύ H.
Derivatives: Δαυλίς in Phocis?
Origin: XX [etym. unknown]/PG [Pre-Greek]
Etymology: Cf. the opposites ψωλός, ψιλός (Chantr. Form. 238). Direct connection with δασύς is impossible; if for δασύς a τ-suffix is assumed (s. s. v.), δαυλός < *dn̥su-lo- could remain with Lat. dēnsus.
Frisk Etymology German
δαυλός: δαῦλος
{daulós}
Meaning: dicht bewachsen (A. Supp. 93, Fr. 27, Nonn., Paus. Gr., H.).
Composita: Komp. ἔνδαυλον· λοχ<μ>ῶδες, δασύ H.
Etymology: Zur Bildung vgl. die Opposita ψωλός, ψιλός (Chantraine Formation 238). Direkte Beziehung zu δασύς ist lautlich unmöglich; wenn für δασύς ein τ-Formans angenommen wird (s. s. v.), kann natürlich δαυλός aus *dn̥su-lo- (s. Curtius Grundz. 233) bei dēnsus bleiben. Walde (s. WP. 1, 794) will mit Prellwitz δαῦλος (neben δάσκιος A. Supp. 93) als δάυλος (zu ὕλη) erklären.
Page 1,352-353
Translations
torch
Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ