τοσάκις
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
German (Pape)
[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.
Greek (Liddell-Scott)
τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
French (Bailly abrégé)
adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.