ἀμετανόητος
English (LSJ)
ον,
A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al. II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. -τως PStrassb.29 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N. T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.