ἀμετανόητος
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ἀμετανόητον,
A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al.
II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. ἀμετανοήτως PStrassb.29 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lo que uno no se arrepiente, irrevocable ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳ PGrenf.2.68.4 (III a.C.), ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖ Plot.6.7.26, ἀ. καὶ ἀκοπίατος ... ἄνοδος Vett.Val.263.16, λόγος Vett.Val.150.29
•firme, seguro ἀνάληψις Luc.Abd.11, μετάνοια Clem.Al.Strom.2.13.57, χωρισμός Clem.Al.Strom.5.11.67.
2 que no tiene remordimientos, que no se arrepiente ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις Ep.Rom.2.5, ἀ. καὶ ἀνεύθυνος διαγενήσῃ terminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar Arr.Epict.Fr.25
•subst. τὸ ἀμετανόητον = falta de arrepentimiento Chrys.M.53.221
•neutr. plu. como adv. sin arrepentimiento Ephr.Syr.3.55D.
II adv. ἀμετανοήτως = sin arrepentirse, PStras.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N.T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετανόητος: = ἀμεταμέλητος 1 Luc. и 2 NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μετανοέω; unrepentant: impenitent.
English (Thayer)
(μετανοέω, which see), admitting no change of mind (amendment), unrepentant, impenitent: Lucian, Abdic. 11 (passively), equivalent to ἀμεταμέλητος, which see; (Philo de praem. et poen. § 3).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].
Greek Monotonic
ἀμετανόητος: -ον, I. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει μεταμέλεια, κάτι, σε Λουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
I. not to be repented of, Luc.
II. act. unrepentant, NTest.
Chinese
原文音譯:¢metanÒhtoj 阿-姆他-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-同著-心思(的)
字義溯源:不悔改的,承認心思沒有轉變;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετανοέω)=心思轉變)組成;其中 (μετανοέω)又由(μετά)*=同)與(νοέω)=理解)組成,而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 不悔改的(1) 羅2:5