Κιμωλία

From LSJ
Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κῐμωλία: (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.