ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.
[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.
ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.
ος, ον :qui est du même avis.Étymologie: de ὁμός, θυμός.