ὁμόψυχος
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
A = ὁμόνοος, LXX 4 Ma.14.20. Adv. ὁμοψύχως Eun. VSp.474 B.
II endowed with the same soul, Porph.Abst.3.16.
German (Pape)
[Seite 342] einmütig, einträchtig, D. Sic. 15, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόψῡχος: ὁμόνοος, Ψευδο-Ἰωσήπου Μακκ. 14, Ἀθαν. Ι, 1237D, Βασίλ. 776Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόψυχος, -ον)
αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος
αρχ.
προικισμένος με την ίδια ψυχή.
επίρρ...
ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως)
με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].