γαργαίρω
English (LSJ)
(γάργαρα)
A swarm with, ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290, cf. Ar.Fr.359; ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30 (ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat., πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107.
German (Pape)
[Seite 475] voll sein, wimmeln, τινός Cratin. Ar. u. Sophr. bei Schol. Ar. Ach. 3.
Greek (Liddell-Scott)
γαργαίρω: μέλλ. ᾰρῶ, (γάργαρα) βρύω, γέμω, εἶμαι πλήρης, ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Σώφρων 59 Ahr. (ἔνθα ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
French (Bailly abrégé)
regorger litt. fourmiller, grouiller de, gén..
Étymologie: γάργαρα.