διαβαπτίζομαι
English (LSJ)
A dive for a match, πρός τινα Polyaen.4.2.6. 2 metaph., contend in foul language with, τινί D.25.41.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαπτίζομαι: ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος πρός τινα, πρός τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. πλύνω.
French (Bailly abrégé)
1 lutter à qui plongera le plus en avant;
2 lutter d’injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.
Étymologie: διά, βαπτίζω.