παρπόδιος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
German (Pape)
[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.