συμπορεύομαι
English (LSJ)
A come, go, or proceed together, Th.8.87, E.IT1488, X.An.1.3.5, etc.; συμπεπορευμένοι τῇ βασιλίσσῃ ἕως τῶν ὁρίων PCair.Zen.251.2 (iii B.C.); ἡ ψυχὴ -ευθεῖσα θεῷ Pl.Phdr.249c; σ. ταῖς ἑταιρίαις Abh.Berl.Akad.1925(5).7 (Cyrene, iii B.C.); τῷ Χρόνῳ Procl.Inst. 50; ἐπί τινι συμφέροντι for some advantage, Arist.EN1160a9. II assemble, of the Senate, Plb.6.16.4; of a workers' guild, SIG460.3 (Delph., iii B.C.): metaph., consort together, hold intercourse, ἀλλήλοις Plu.Lyc.15.
German (Pape)
[Seite 989] dep. pass., mit-, zugleich, zusammengehen; συμπορεύσομαι ἐγώ, Eur. I. T. 1488; ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ, Plat. Phaedr. 249 c; Xen. An. 1, 3, 5. 4, 1, 28; Sp., wie Pol., πρὸς ἀλλήλους εἰς σύλλογον, 5, 75, 1, u. A.; von fleischlichem Umgange, Plut. Lyc. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συμπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι· ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ. Πορεύομαι ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, «πηγαίνω μαζί», Εὐρ. Ι. Τ. 1488· τινι, μετά τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 249C, Ξενοφ. Ἀν. 1. 3, 5, κτλ.· ἐπί τινι συμφέροντι, πρός τι κέρδος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 4. ΙΙ. συνέρχομαι, ἐπὶ τῆς Συγκλήτου, Πολύβ. 6. 16, 4. ― μεταφ., συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ὅπως ἂν ἐν καιρῷ καὶ λανθάνοντες ἀλλήλοις συμπορεύοιντο Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙϚ΄, σ. 540.
French (Bailly abrégé)
aller ensemble avec, τινι ; avoir commerce avec.
Étymologie: σύν, πορεύομαι.