νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.
ας (ἡ) :victoire remportée, victoire.Étymologie: νικηφόρος.