τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
ion. p. λωτέοντα, part. prés. de λωτέω, ou selon d’autres, p. *λωτοῦντα, contr. de *λωτόεντα, de *λωτόεις.Étymologie: v. λωτός.