French (Bailly abrégé)
ion. p. λωτέοντα, part. prés. de λωτέω, ou selon d'autres, p. *λωτοῦντα, contr. de *λωτόεντα, de *λωτόεις.
Étymologie: v. λωτός.
Russian (Dvoretsky)
λωτεῦντα: (из *λωτόεντα) эп. nom.-acc. pl. n к *λωτόεις.
German (Pape)
ion. für λωτοῦντα, s. λωτόεις.