εὐπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek (Liddell-Scott)

εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.