πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.
ους, ουν ; gén. ίποδοςaux pieds de chèvre.Étymologie: αἴξ, πούς.