καθείργνυμι
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1
A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα . . ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97. 2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην . . ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.