καθυστερέω
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
A fall behind, κ. πολὺ τῇ διώξει Plu.Crass.29: metaph., fall short, τῇ φύσει Plb.23.7.5. 2 of Time, κ. τῆς ἑορτῆς come too late for . ., PSI6.607.7(iii B.C.); κ. τῆς καταστάσεως τῶν ὑπάτων Plb. 11.33.8; πάντων Id.5.17.7; τῆς ἐκτάξεως Id.10.39.5, cf. D.S.5.53, Str.14.2.5: c. acc., ἀπαρχὰς ἅλωνος οὐ -ήσεις shalt not be slow to offer, LXXEx.22.29(28): abs., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει Men.Mon. 396; delay, Plb.5.16.5; of growing plants, to be later, Thphr.CP1.17.2. 3 fare badly, ἐν αἷς (sc. πρεσβείαις) ἐν οὐδενὶ καθυστέρησεν ὁ δῆμος OGI339.22 (Sestos, ii B.C.): c. gen., come short of, πάσης τροφῆς LXXSi.37.20; lack, ἀγαθοῦ νοῦ Phld.Rh.2.61 S.; δικαίου μηθενὸς κ. SIG568.13 (Halasarna, iii B. C.); fail in, πράξεων Ph.Bel.103.11. 4 c. dupl. gen., fail a person in, ἐλιπάρεον [τὸν Ἀσκληπιὸν] μὴ -έειν μου τῆς θεραπείης Hp.Ep.15. 5 to be kept waiting for a thing, c. gen., ἐντονίων Ph.Bel.58.3; θανάτου Ps.-Luc.Philopatr. 16.