ἄνοστος

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A unreturning, without return, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Od.24.528; πάντες ἐγένοντο ἄ. Arist.Fr. 145: Sup., ἡβάσεις ἥβαν ἀνοστοτάταν never, never to return, AP7.482.    II = foreg. 11, Thphr.CP4.13.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 242] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ ἄνευ ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις οὐδέποτε πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. ἄνοστος ἐν τῇ σημερινῇ.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui ne revient pas;
Sp. ἀνοστότατος.
Étymologie: ἀ, νόστος.
2ος, ον :
sans saveur, sans goût;
Cp. ἀνοστότερος.
Étymologie: ἀ, ὄζω.