καινότης
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A newness, freshness, Plu.Per.13; αἱ τῶν δερμάτων -τητες Philostr.Ep.18. 2 novelty, λόγου Th.3.38; τῶν εὑρημένων Isoc.10.2; Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν . . ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41; αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3.