ές,
A impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).
κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.
ής, ές :d’une impudence cynique.Étymologie: κύων, θάρσος.