A = ἀντισηκόω, APl.4.221 (Theaet.); put into the opposite scale, Lib.Decl.43Intr.2.
ἀντιτᾰλαντεύω: ἀντισηκόω, Ἀνθ. Πλαν. 221, Λιβάν. 4. 798.
contrebalancer, compenser.Étymologie: ἀντί, ταλαντεύω.