ταλαντεύω
English (LSJ)
(τάλαντον)
A balance, sway to and fro, τ. τι ἐν ὀφθαλμοῖς let it hover before them, Hld.8.17; τ. τὰ καθ' ἡμᾶς ἡ μοῖρα Id.10.9:—Pass., sway backwards and forwards, ebb and flow, διὰ τὸ ταλαντεύεσθαι [τὴν θάλατταν] δεῦρο κἀκεῖσε Arist.Mete.354a8; τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης D.S.11.22, cf. 16.4; ῥέπει καὶ τ. πρὸς τοὐναντίον Plu.2.682e.
2 weigh out, measure out, ὕδασι (i.e. by the κλεψύδρα) ἠελίοιο ταλαντεύουσι κελεύθους AP9.782 (Paul. Sil.); Τιτὰν νύκτα ταλαντεύει καὶ φάος App.Anth.4.74 (Synesius); τούτων σὺ τὴν αἵρεσιν τ. Alciphr.1.8:—Pass., τὸ ζῆν οὐδ' ὑπὸ τούτοις ταλαντεύεται ib.25.
II intr., oscillate, ἐπὶ θάτερα Arist.IA708b14.
2 intr., weigh down the balance, τῇ μὲν ἐταλάντευε τὸ ἔλεος, τῇ δ' ἀντέβριθεν ὁ νόμος Ph.2.170.
German (Pape)
[Seite 1064] 1) wiegen, schwenken, schaukeln, hin- u. herbewegen, Heliod. 3, 3 u. a. Sp.; pass. schwanken, sich hin- u. herbewegen, bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigen, τῆς νίκης, τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης, D. Sic. 11, 22. 16, 4. 18, 33, da der Sieg, die Schlacht noch unentschieden hin-u. herschwankte; vgl. Plut. Symp. 5, 7; auch ταλαντεύομαι τὴν γνώμην, in seiner Meinung, seinem Urtheil schwanken, Greg. Naz. u. a. Sp. – 2) wägen, abwägen, bestimmen; νύκτα ταλαντεύει Τιτάν, Synes. 1 (App. 92); Κελτοὶ 'Ρήνῳ τέκνα ταλαντεύουσι, Ep. ad. 32 (XI, 52); ὕδασιν ἠελίοιο ταλαντεύουσι κελεύθους, Paul. Sil. 56 (IX, 782), von der Wasseruhr; übertr., ein Gewicht geben, den Ausschlag geben, τούτων σὺ τὴν αἵρεσιν ταλάντευε, gieb den Ausschlag zur Wahl, Alciphr. 1, 8; τὸ ζῆν ὑπὸ τούτων οὐ ταλαντεύεται, 1, 25, davon hängt das Leben nicht ab.
French (Bailly abrégé)
peser dans une balance ; balancer, tenir en équilibre, tenir en suspens ; Pass. être balancé, être tenu en suspens : ἰσορρόπως LUC être en équilibre ; fig. ἐταλαντεύετο ἡ μάχη PLUT le combat était balancé, càd incertain.
Étymologie: τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαντεύω:
1 колебать, качать (ταλαντεύεσθαι δεῦρο κἀκεῖσε Arst.): τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης Diod. поскольку сражение велось с переменным успехом;
2 мерить, измерять, определять (τί τινι Anth.);
3 наклоняться, склоняться (ἐπὶ θάτερα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντεύω: (τάλαντον) κινῶ τι εἰς τὸν ἀέρα ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, ταλ. τι ἐν ὀφθαλμοῖς Ἡλιόδ. 8 ἐν τέλ. - Παθ., κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, ἀσταθῶς ἔχω, διακυμαίνομαι, διὰ τὸ ταλαντεύεσθαι [τὴν θάλατταν] δεῦρο κἀκεῖσε Ἀριστ. Μετωρ. 2. 1, 9· τῆς μάχης δεῦρο κἀκεῖσε ταλαντευομένης Διόδ. 11. 22, πρβλ. 16. 4· ῥέπει καὶ ταλ. πρὸς τοὐναντίον Πλούτ. 2. 682Ε. 2) σταθμίζω, μετρῶ, ὕδασιν (δηλ. διὰ τῆς κλεψύδρας) ἠελίοιο ταλαντεύουσι κελεύθους Ἀνθ. Π. 9. 782· νύκτα ταλαντεύει Τιτὰν ἐν τῷ παραρτ. Ἀνθ. Π. 92· τούτων σὺ τὴν αἵρεσιν ταλ. Ἀλκίφρων 1. 8. - Παθητ., τὸ ζῆν ὑπὸ τούτων οὐ ταλαντεύεται αὐτόθι 25. ΙΙ. ἀμεταβ., διακυμαίνομαι, ταλαντεύομαι, ἐπὶ θάτερα Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 8, 7.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ
1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί
2. μέσ. ταλαντεύομαι
κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω
νεοελλ.
μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη στάση, διστάζω («ταλαντεύεται συνεχώς χωρίς να παίρνει απόφαση»)
μσν.-αρχ.
σταθμίζω, μετρώ («ὕδασι ἠελίοιο ταλαντεύουσι κελεύθους», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (αμτβ.) διακυμαίνομαι
2. προσδιορίζω
3. δοκιμάζω («Κελτοὶ Ρήνῳ τέκνα ταλαντεύουσι», επιγρ.)
4. μτφ. α) δίνω ροπή προς κάτι («τούτων σὺ τὴν αἵρεσιν ταλάντευε», Αλκίφρ.)
β) γέρνω την πλάστιγγα προς μια κατεύθυνση («τῇ μὲν ἐταλάντευε τὸ ἔλεος, τῇ δ' ἀντέβριθεν ὁ νόμος», Φίλ.)
5. παθ. μτφ. εξαρτώμαι («τὸ ζην οὐδ' ὑπὸ τούτοις ταλαντεύεται», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον. Ο μσν. τ. τανταλεύω με αντιμετάθεση τών συμφώνων].
Greek Monotonic
τᾰλαντεύω: μέλ. ταλαντεύσω, σταθμίζω ή μετρώ, σε Ανθ.
Middle Liddell
to weigh or measure out, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=κουνῶ πέρα -δῶθε). Ἀπό τό τάλαντον (=ζυγαριά) τοῦ τλάω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τλάω.