καταπάλλομαι
English (LSJ)
Pass.,
A dart down, ἅρπῃ ἐϊκυῖα . . οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο (Ep. aor. 2) Il.19.351 (but this form shd. perh. be referred to κατεφάλλομαι, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται PMag.Berol. 2.95: aor. 1, ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου leapt down from, Nonn.D.18.13.
Greek (Liddell-Scott)
καταπάλλομαι: μεσ., μετὰ παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· διότι ἂν ὁ τύπος οὗτος ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. κατεφάλλομαι, θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. ἀνέπαλτο, κατεφάλλομαι·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον ὕδωρ, ὅπερ δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, πυκνόν μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 avec sync. épq. κατέπαλτο;
s’élancer.
Étymologie: κατά, πάλλομαι.