κατέπαλτο
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 1396] aor. zu καταπάλλω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. κατεφάλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐκκαταπάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέπαλτο ep. indic. aor. 3 sing. van καταπάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέπαλτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατεφάλλομαι.