γανάεις
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
Greek (Liddell-Scott)
γανάεις: εσσα, εν, χαίρων · πρβλ. γανάω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν ; seul. plur. γανάεντες;
qui fait resplendir, qui glorifie.
Étymologie: γάνος¹.