συμπαραμιγνύω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.