συμπαραμιγνύω
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monotonic
συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to mix in together, Ar.