κατάφρακτος

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A covered, shut up, ἐν δεσμῷ S.Ant.958 (lyr., in old Att. form κατάφαρκτος); πλοῖα κ. decked vessels, Th.1.10 codd., cf. Plb.1.20.13; ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί IG12(1).41 (Rhodes, i B.C.); ἡ κ. ἵππος cavalry clad in full armour, mailed, Plb.30.25.9, cf. Arr.Tact.4.1, 19.4; ἱππεῖς Plu. Crass.21; τὰκ. coat of mail, PMagd.13.6 (iii B.C.): metaph., encased in ignorance of the future, ψυχαί Ion Trag.6.

German (Pape)

[Seite 1389] eingeschlossen, verwahrt, πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph. Ant. 958; – gepanzert, ἵππος Pol. 16, 18, 10 u. öfter; – πλοῖα κατάφρακτα, mit Verdecken versehen, Thuc. 1, 10, Schol. σεσανιδωμένα; Pol. 1, 20, 13 u. öfter; D. Sic. 13, 109.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφρακτος: -ον, καταπεφραγμένος, καλῶς κεκαλυμμένος, ἐγκεκλεισμένος, κ. πετρῴδει ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 958 (ἔνθα ὁ παλαιὸς Ἀττ. τύπος, κατάφαρκτος, ἐπανορθοῦται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Κώδ. Λ., πρβλ. ἄφρακτος)· πλοῖα κ., ἔχοντα καταστρώματα, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πολύβ. 1. 20, 13 · ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί Σύλλ. Ἐπιγρ. 2525· κ. σκάφη Πολύβ. 16. 2, 12 · ἵπποι κ., περιβεβλημένοι θώρακα, Λατ. loricalus (Λίβ. 37. 40) ἢ καταπεφραγμένοι τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 31. 3, 9, κτλ.· Ιππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 21· ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς Ὁμηρ. ῥήσεως, φράξαντες δόρυ δορί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ Ἰλ. Ν. 130, Εὐστάθ.· μεταφορ., ἡ κατεσκοτισμένη καὶ μὴ τὸ μέλλον εἰδυῖα, ψυχὴ Ἴων παρ᾽ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans une armure ou protégé par un abri ; πλοῖον THC navire cuirassé, càd garni de planches massives qui, exhaussant le bord, protégeaient latéralement les rameurs.
Étymologie: καταφράσσω.