καταπιστόομαι

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Med.,

   A become security, ὑπέρ τινος πρός τινα for one to another, Plu.Cleom.21.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστόομαι: μέσ., γίνομαι ἐγγυητής, ὑπέρ τινος πρός τινα, διά τινα πρὸς ἄλλον τινά, Πλουτ. Κλεομ. 21.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se porter garant.
Étymologie: κατά, πιστόω.