καλλιερέω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
pf.
A κεκαλλιέρηκα Ph.1.319: plpf. ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12: (ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person, κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) . . ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113. 2 c. acc., sacrifice with good omens, ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53; ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69: abs., κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1, cf. Pl.Lg.791a:—Med., Ar.Pl.1181:— Pass., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8; τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149. II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι Πέρσῃσι Id.9.38; οὐκ ἐκαλλιέρεε οὐδαμῶς διαβαίνειν μιν Id.6.76:—Med., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17.