A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.
καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
fermer la bouche à, faire taire, acc..Étymologie: κατά, στόμα.