καταστομίζω
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
v.l. for ἐπιστομίζω, put to silence, Plu.Arist.4.
French (Bailly abrégé)
fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.
German (Pape)
= ἐπιστομίζω, zum Schweigen bringen, τοὺς βοῶντας Plut. Aristid. 4.
Russian (Dvoretsky)
καταστομίζω: заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
Greek Monolingual
καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. ενστομίζω, επιστομίζω].