βαλλέσκετο
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. itér. Moy. de βάλλω.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
3ᵉ sg. impf. itér. Moy. de βάλλω.