βλαστημός

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ,

   A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.