ον,
A sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).
βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.
ος, ον :chargé de foudre et de tonnerre (nuage).Étymologie: βροντάω, κεραυνός.