διαθρυλέω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς . . X.Mem.1.1.2; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15.    II Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37; διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly.205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R.358c.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρῡλέω: (ἴδε ἐν λ. θρυλέω, = διαθροέω)· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 répandre un bruit : διετεθρύλετο ὡς XÉN c’était un bruit répandu que, etc.
2 rebattre les oreilles, assourdir en parlant ou en criant.
Étymologie: διά, θρυλέω.