διαθροέω

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθροέω Medium diacritics: διαθροέω Low diacritics: διαθροέω Capitals: ΔΙΑΘΡΟΕΩ
Transliteration A: diathroéō Transliteration B: diathroeō Transliteration C: diathroeo Beta Code: diaqroe/w

English (LSJ)

spread a report, give out, ὡς Th.6.46; δ. ἐν ταῖς πόλεσιν ὅτι.., X.HG1.6.4:—Pass., D.C.53.19, 61.8.

Spanish (DGE)

divulgar, extender una noticia, hacer público c. ac. ταῦτα Th.8.91, D.C.56.46.1, πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.78.1
c. or. complet. διεθρόησαν ὡς χρήματα πολλὰ ἴδοιεν Th.6.46, c. ὅτι X.HG 1.6.4, D.C.44.15.3, 73.14.4
en v. pas. πάντα ... διαθροεῖται D.C.53.19.4, ὡς γεγονότα διεθροεῖτο D.C.61.8.5.

German (Pape)

[Seite 579] ein Gerücht verbreiten; Thuc. 6, 46; Xen. Hell. 1, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

διαθροῶ :
répandre un bruit, divulguer, publier.
Étymologie: διά, θροέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θροέω een gerucht verspreiden.

Russian (Dvoretsky)

διαθροέω:
1 распускать слух (ὡς … Thuc. и ὅτι … Xen.);
2 разносить, разглашать (τοὺς λόγους ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.).

Greek Monotonic

διαθροέω: μέλ. -ήσω, διαδίδω φήμη, διαφημίζω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαθροέω: διαδίδω φήμην, διαφημίζω, Θουκ. 6. 46· δ. ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι… Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· - τὸ παθ. παρὰ Δίωνι Κ. 53. 19., 61. 8.

Middle Liddell

fut. ήσω
to spread a report, give out, Thuc.

Lexicon Thucydideum

divulgare, to spread abroad, publish, 6.46.4, 8.91.1.