Κάρ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
ο, gen. Κᾱρός, pl. Κᾶρες (contr. fr. Κᾰερ-), Carian, Il.2.867, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries,
A καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι Archil.24, cf. Ephor.12 J.: hence prov., ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν (cf. experimentum facere in corpore vili), E.Cyc. 654, cf. Sch.Pl.La.187b, Euthd.285c; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι Cratin.16, cf. Philem.18; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι Plb.10.32.11; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J. II v. Κήρ.