εἰκών

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ, gen. όνος, acc. όνα, etc.: poet. and Ion. nom. εἰκώ is implied (though not found) in gen.

   A εἰκοῦς E.Hel.77, acc. εἰκώ A.Th.559, E.Med.1162, Hdt.7.69 (but εἰκόνα 2.143, both εἰκόνα and εἰκώ in Pl.Ti. 37d), Maiist.15: acc. pl. εἰκούς E.Tr.1178, Ar.Nu.559: (Εἴκω, ἔοικα, ϝεικ-Inscr.Cypr.151 H.):—likeness, image, whether picture or statue, Hdt.2.130, 143, A.Th.559, etc.; εἰ. γεγραμμένη Plu.2.1117c; εἰ. γραπτά IG4.940.23, cf. 3.1330; of needlework, E.IT223 (anap.); bust, Luc.Alex.18; εἰ. βασιλικαί, = Lat. imagines imperatorum, Lib. Or.56.13: generally, εἰ. τοῦ νοητοῦ θεὸς αἰσθητός Pl.Ti.92c.    2 image in a mirror, E.Med.1162, Pl.R.402b.    3 personal description, PTeb.32.21 (ii B. C.), etc.    4 metaph., living image, representation, εἰ. ζῶσα τοῦ Διός OGI90.3 (Rosetta, ii B. C.); τοῦ θεοῦ 2 Ep.Cor.4.4.    II semblance, phantom, E.HF1002; οὐ γὰρ ἐκεῖνος τέθνηκεν, ἀλλ' ἐγὼ ἡ εἰ. αὐτοῦ Luc.DMort.16.1; imaginary form, Pl.R.588b; image in the mind, εἰκοὺς πατρός E.Tr.1178; δοξῶν καὶ λόγων Pl.Phlb. 39c, etc.; εἰκόνας σῆς ἀρετῆς thy virtue's counterparts, of children, Epigr.Gr.435.4; περίβολον ἔχειν δεσμωτηρίου εἰκόνα Pl.Cra.400c; ἐν εἰκόνι βασιλείας Hdn.7.9.10.    III similitude, comparison, Ar.Nu. 559, Ra.906, Pl.Phd.87b, Men.80c, Men.536.1; δι' εἰκόνος λέγεσθαι Pl.R.487e, cf. Arist.Rh.1407a11, Lib.Ep.8.1.    IV pattern, archetype, ποτὶ τὰν εἰκόνα [κόσμος] ἀπειργασμένος Ti.Locr.99d.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκών: ἡ γεν. -όνος, αἰτ. -όνα, κτλ. - Ποιητική τις καὶ Ἰων. ὀνομαστ. εἰκὼ ὑπονοεῖται (ἂν καὶ δὲν εὑρίσκεται) ἐκ τῆς γεν. εἰκοῦς, αἰτ. εἰκὼ Εὐρ. Μήδ. 1162, Ἡρόδ. 7. 69 (ἀλλ’ εἰκόνα 2. 143), αἰτ. πληθ. εἰκοὺς Εὐρ. Τρῳ. 1178, Ἀριστοφ. Νεφ. 559: (*εἴκω, ἔοικα): ὁμοίωμα, εἰκὼν (ἐζωγραφημένη), ἢ ἄγαλμα, ἀνδριάς, Ἡρόδ. 2. 130, 143, Αἰσχύλ. Θήβ. 559, κτλ.· εἰκὼν γεγραμμένη Πλούτ. 2. 1117C· ἐπὶ κεντήματος, Εὐρ. Ι. Τ. 223. - Περὶ τῆς ἀρχαιότητος ἀνδριάντων πρὸς ἀπεικόνισιν ἀνθρώπων, ἴδε Newton Halic. (Ἁλικαρνασσὸν) σ. 785. 2) τὸ ἐν κατόπτρῳ ὁμοίωμα, ἄψυχον εἰκὼ προσγελῶσα σώματος Εὐρ. Μήδ. 1162, Πλάτ. Πολ. 402Β. ΙΙ. φάσμα, φάντασμα, Εὐρ. Ἡ. Μαιν. 1002, Πλάτ., κτλ.· εἰκὼν ἐν τῇ διανοίᾳ, πατρὸς Εὐρ. Τρῳ. 1178· νοητοῦ θεοῦ Πλάτ. Τίμ. 92C· δοξῶν καὶ λόγων Πλάτ. Φίληβ. 39C· κτλ.· εἰκόνας σῆς ἀρετῆς, ἐπὶ τέκνων, Συλλ. Ἐπιγρ. 435. 4. 2) εἰκόνα, ὡς ἐπίρρ., ἐν εἴδει, δίκην τινός, Λατ. instar, δεσμωτηρίου εἰκόνα, δίκην δεσμωτηρίου, Πλάτ. Κρατ. 400C· οὕτω καὶ ἐν εἰκόνι βασιλείας Ἡρωδιαν. 7. 9, 21. ΙΙΙ. παρομοίωσις, τὰς εἰκοὺς τῶν ἐγχέλεων τὰς ἐμὰς μιμούμενοι Ἀριστοφ. Νεφ. 559, Πλάτ. Φαίδων 87Β, κ. ἀλλ.· δι’ εἰκόνων λέγειν ὁ αὐτ. Πολ. 487Ε· περὶ τῆς ῥητορικῆς χρήσεως τῆς παρομοιώσεως ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
1 image, portrait (tableau, statue, etc.);
2 image réfléchie dans un miroir;
3 ressemblance, similitude.
Étymologie: *εἴκω¹.